- περιφέρω
- ΝΜΑ1. μεταφέρω κάτι ολόγυρα, κυκλικά ή προς κάθε κατεύθυνση (α. «περιφέρω δίσκο» β. «περιφέρουν τον Επιτάφιο» γ. «τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾱσαν γῆν οὐδὲν σιτεόμενος», Ηρόδ.)2. μεταφέρω επάνω μου ή μέσα μου ή μαζί μου (α. «περιφέρω τη δυστυχία μου στους δρόμους» β. «ἡ ψυχή λαβοῡσα σφράγισμα τὰ στίγματα τοῡ Χριστοῡ περιφέρει», Κλήμ.)3. μέσ. περιφέρομαια) εκτελώ περιφοράβ) γυρίζω, τριγυρίζω εδώ κι εκεί4. φρ. «περιφέρω το βλέμμα» — κοιτάζω ολόγυρα, βλέπω τον έναν μετά τον άλλομσν.φορώμσν.-αρχ.1. στρέφω προς όλες τις κατευθύνσεις («τὴν κεφαλὴν ἐπάρας καὶ περιενεγκών», Πλούτ.)2. καυχιέμαι («ἐπὶ τῆς γλώσσης αὐτὰ περιφέρων», Ιωάνν. Χρυσ.)3. αναφέρω, αποδίδω («εἰς αὐτὸν ἐκεῑνο τὸ λόγιον περιφέρεται», Ευσ.)αρχ.1. μετακινώ κυκλικά2. (για λόγο ή συζήτηση) περιστρέφω, επανέρχομαι3. ανακοινώνω δημόσια, διαδίδω4. φέρνω κάτι στην εξουσία μου, υποτάσσω («περιήνεγκεν εἰς ἑαυτὸν τὰς Ἀθήνας», Πλούτ.)5. οδηγώ κάποιον ή κάτι σε μια κατάσταση, τόν καταντώ να... («τὴν Ἰταλίαν περιφέρειν εἰς λιμόν», Πλούτ.)6. περιστρέφω κάποιον, τού προκαλώ ίλιγγο («ἡ συκοφαντία περιφέρει σοφὸν καὶ ἀπόλλυσι τὴν καρδίαν τῆς εὐγενείας αὐτοῡ», ΠΔ)7. υπομένω, αντέχω («οὐδείς... ἐνόμιζε... πλείω χρόνον περιοίσειν αὐτούς», Θουκ.)8. επιζώ («περιφέρειν τὰς εἰδους», Αππ.)9. μέσ. είμαι ασταθής10. φρ. «περιφέρω ἐκ τῆς νόσου» — συνέρχομαι, ανακτώ τις δυνάμεις μου ύστερα από αρρώστια.
Dictionary of Greek. 2013.